Πρόκειται για την πιο πολύκροτη υπόθεση εξαφάνισης στην Ελλάδα έως και την αντίστοιχη του Βαγγέλη Γιακουμάκη.
Η περίπτωση του μικρού Γεωργιανού Άλεξ Μεσχισβίλι, που εξαφανίστηκε το Φεβρουάριο του 2006 στη Βέροια, είχε συγκλονίσει το Πανελλήνιο και επί σειρά ετών απασχολούσε την κοινή γνώμη, με τραγική φιγούρα τη μητέρα του, που εκλιπαρούσε κραδαίνοντας ακόμα και ως περιλαίμιο ένα πλακάτ, να αποκαλύψουν οι θύτες του στυγερού εγκλήματος τι απέγινε το πτώμα του μοναχογιού της.
Η υπόθεση θεωρείται ακόμα ανοιχτή, καθώς δεν βρέθηκε ποτέ πτώμα, η εκπομπή «Φως στο Τούνελ» της Αγγελικής Νικολούλη όμως έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην αποκάλυψη των ενόχων, που ήταν μια «σκληρή» παρέα πέντε παιδιών από 11 έως 13 χρόνων. Ο Άλεξ ήταν τότε 11 και την ομάδα της βίας αποτελούσαν δύο Ελληνόπουλα αδέλφια, ένας Αλβανός, ένας Βορειοηπειρώτης και ένας Ρουμάνος. Ένας υπάλληλος φροντιστηρίου είχε καταθέσει ότι εκείνο το βράδυ η παιδική συμμορία είχε ενοχλήσει και απειλήσει το παιδί από τη Γεωργία και το κουβάρι της αναζήτησης του άρχισε να ξετυλίγεται όταν η μητέρα του, Νατέλα, αποφάσισε να απευθυνθεί στο «Φως στο Τούνελ».
Σε έρευνά της στη Βέροια, περίπου 40 ημέρες μετά την εξαφάνιση, η Αγγελική Νικολούλη εδραίωσε με μαρτυρίες τη δράση της παρέας των πέντε ανήλικων παιδιών και το bullying που ασκούσαν έναντι άλλων αδύναμων. Από το διάλογο που είχε με έναν από τους πέντε μαθητές αντιλήφθηκε ότι η συγκεκριμένη ομάδα ευθύνονταν για την εξαφάνιση του άτυχου Άλεξ, χωρίς ωστόσο να πείσει σε πρώτη φάση τις τοπικές Αρχές της Βέροιας.
Χρειάστηκε η μαρτυρία μιας φίλης (ή θεία όπως αναφέρουν άλλες πηγές) της οικογένειας των Ελλήνων, που ομολόγησε ότι τη μοιραία νύχτα βρέθηκε στο σπίτι των Ελλήνων και άκουσε το παραμιλητό του μικρότερου αδερφού («πέθανε το παιδί, πέθανε. Φωνάξτε τον παππού μου…») για να προχωρήσει η έρευνα σε βάθος. Μετά από αυτό η ομάδα των «σκληρών» αγοριών χωρίστηκε στα δύο και ο μικρός Βορειοηπειρώτης αποκάλυψε στο «Φως στο Τούνελ» όλα όσα συνέβησαν τη νύχτα που ο Άλεξ έχασε τη ζωή του. Τα πέντε παιδιά είχαν πάρει στο κυνήγι τον Άλεξ και όταν τον έπιασαν άρχισαν να τον δέρνουν. Στην προσπάθεια του να ξεφύγει, ο ένας από τους Έλληνες του έβαλε τρικλοποδιά, έπεσε από τα σκαλιά και χτύπησε θανάσιμα το κεφάλι του στο πίσω μέρος.
Με τη βοήθεια και της δημοσιογράφου, ο Βορειοηπειρώτης μετακόμισε στην Αθήνα προκειμένου να είναι μακριά από τους υπόλοιπους της παρέας που τον τρομοκρατούσαν ζητώντας να ανακαλέσει την κατάθεσή του. Τα παιδιά κρίθηκαν τελικά ένοχα από το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων της Θεσσαλονίκης και σύμφωνα με το νόμο περί ανηλίκων τους επιβλήθηκαν αναμορφωτικά μέτρα. Όπως αποδείχτηκε, κομβικό ρόλο στην εξαφάνιση της σορού του Άλεξ έπαιξε ο παππούς των δύο Ελλήνων -που ήταν και κηδεμόνας τους- ο πρώτος ενήλικος που έμαθε τι είχε συμβεί. Η παρέα είχε κρύψει αρχικά το άψυχο κορμί του Άλεξ σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι και πιθανόν κατόπιν προτροπής του παππού το μετέφερε δύο ημέρες αργότερα σε ένα καροτσάκι οικοδομής και το άδειασε στο ποτάμι της Μπαρμπούτας.
Ο παππούς των δύο Ελληνόπουλων ισχυρίστηκε ότι έμαθε για την εξαφάνιση τρεις μήνες αργότερα, με την έναρξη των ερευνών της αστυνομίας στη Βέροια. Δεν έγινε ποτέ γνωστό αν ήταν και φυσικός αυτουργός στην εξαφάνιση της σορού του Άλεξ, καταδικάστηκε πάντως σε φυλάκιση 4,5 ετών για ψευδορκία και υπόθαλψης εγκληματία με ποινή εξαγοράσιμη προς 3 ευρώ την ημέρα (δεν έμεινε καθόλου στη φυλακή).
Ένοχοι για το αδίκημα της παραμέλησης εποπτείας ανηλίκων κρίθηκαν οι γονείς και των υπόλοιπων μελών της βίαιης παρέας, απέφυγαν όμως τις κατηγορίες της υπόθαλψης εγκληματία και τους επιβλήθηκε μόνο ποινή φυλάκισης ενός χρόνου με αναστολή. Μόνο η μητέρα του Ρουμάνου αθωώθηκε γιατί είχε ζητήσει τη βοήθεια των Αρχών για την παραβατικότητα του γιου της.
Χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε με έμμεσο τρόπο στην τηλεόραση η ιστορία του Άλεξ Μεσχισβίλι, μέσω του Πάνου Κοκκινόπουλου και της διάσημης αστυνομικής σειράς «10η εντολή». Το σχετικό επεισόδιο προβλήθηκε τον Μάρτιο του 2015 στον Alpha και τιτλοφορήθηκε ως «Το Δώρο».
Το επεισόδιο παρουσίαζε μια αλλοδαπή μάνα από την Ουκρανία, την Αλίνα, που είχε μια έφηβη κόρη, τη Μίνα. Αν και άριστη μαθήτρια, η Μίνα δεν ήταν καθόλου αγαπητή στο σχολείο λόγω της καταγωγής της. Μοναδική καλή φίλη της ήταν η συμμαθήτρια της, Χαρά. Όταν το συμβούλιο των καθηγητών αποφάσισε να ορίσει τη Μίνα ως σημαιοφόρο για την παρέλαση, κάποιοι γονείς και μαθητές ξεσκώθηκαν, μεταξύ των οποίων και η Χαρά, που ένιωσε τη ζήλια να την κυριεύει. Έκτοτε η Μίνα δεχόταν διαρκώς bullying στο σχολείο και τελικά ο εκφοβισμός και η ρατσιστική συμπεριφορά οδήγησαν, μέσω ενός ατυχήματος, στη δολοφονία της.
Παρούσα στο περιστατικό ήταν και η χαρά, που όταν επέστρεψε σπίτι διηγήθηκε την τραγική κατάληξη του συμβάντος. Εκείνοι πήραν το πτώμα της μικρής κοπέλας και το έθαψαν σε άγνωστο σημείο. Η Χαρά είχε κάνει το λάθος όμως να βγάλει τα παπούτσια της Μίνας όταν άφησε την τελευταία της πνοή και ακολούθως μπήκε στον πειρασμό να τα φορέσει. Όταν η Αλίνα τα είδε ξεκίνησε η έρευνα και αποκαλύφθηκε η αλήθεια, αφού η ίδια τα είχε πάρει ως δώρο γενεθλίων για την κόρη της. Σε αντίθεση με την πραγματική ιστορία, οι Αρχές βρίσκουν τη σορό και αφήνεται να εννοηθεί ότι οι ένοχοι καταδικάζονται.
Πηγή: menshouse.gr