Ήταν τότε που η φράση «sneakers» δεν έλεγε απολύτως τίποτα σε κανέναν. Ο Έλληνας είχε έναν και μόνο όρο για να αναφερθεί στο αθλητικό παπούτσι: «Sportex».
Δεν επρόκειτο για κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο, αλλά για την ονομασία της εταιρίας που ιδρύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στην Ελλάδα, λειτουργώντας ως αντιπροσωπεία της γαλλικής εταιρείας αθλητικών υποδημάτων. Η ταύτιση όλων των προϊόντων του είδους με ένα συγκεκριμένο ήταν καθολική, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον «Νεσκαφέ», το «AZAX», το «Τζιπ» και το «Τάπερ».
Τη δεκαετία του ’80, κάθε συσχετισμός με αθλητικά παπούτσια περιορίζονταν σε Zita, Strike και αργότερα Sportex. Οι μεγάλες ξένες εταιρίες δεν είχαν έρθει ακόμα στη χώρα, η πρώτη που έκανε δειλά-δειλά το μπάσιμο στην ελληνική αγορά ήταν η Converse το 1983. Nike, Adidas, Puma, Asics, Reebok κ.λ.π. ήταν εκτός κάδρου.
Δεν είναι κάτι που μπορούν να φανταστούν εύκολα οι σημερινοί νεολαίοι, αλλά όσοι γεννήθηκαν πριν το ’80 θυμούνται πολύ καλά ότι ο ανταγωνισμός στη συγκεκριμένη αγορά ήταν αμιγώς ελληνικός.
Το διαφημιστικό σλόγκαν δε, «φοράει Strike και καρφώνει», είχε τεράστια απήχηση στο αγοραστικό κοινό, γράφοντας ιστορία. Έστω και αν δεν το λες (πια) ορόσημο στο χώρο του marketing…
Η Zita Hellas, ιδιοκτησίας του άλλοτε προέδρου της ΠΑΕ ΑΕΚ Ανδρέα Ζαφειρόπουλου (1984-1988) κατάφερε στην περίοδο της ακμής της να αποτελεί τον ηγέτη του συγκεκριμένου κλάδου σε ποσοστό 65%, κάνοντας μάλιστα εξαγωγές σε Βαλκάνια και Κύπρο. Ο ίδιος αναφερόταν από τα ΜΜΕ ως «μίστερ Ζήτα» ή απλά «Ζήτα», λόγω της εταιρείας του.
Η Zita, ήταν μπροστά από την εποχή της, κυκλοφορώντας σε κάθε μεγάλη ποδοσφαιρική διοργάνωση επετειακά μοντέλα. Οι παλιοί μπορεί να θυμούνται το «Ιταλία-Roma 80» με αφορμή το Euro και «Mexico 86» με αφορμή το Μουντιάλ εκείνης της εποχής με βιδωτές τάπες.
Αξέχαστη έχει μείνει και η φουτουριστική διαφήμιση, που περιέγραφε τα μοντέλα της εταιρίας ως ορόσημα εξέλιξης.
Τα Strike φτιάχνονταν από το παλιό εργοστάσιο της Αλυσίδας στην Παπαναστασίου στη Θεσσαλονίκη, ενώ ιδρυτής της Sportex ήταν ο Νίκος Κατράντζος, αθλητής του Άρη Θεσσαλονίκης και γνωστός από τα καταστήματα «KAΤΡΑΝΤΖΟΣΠΟΡ», σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Ηράκλειο Κρήτης.
Καμία από τις τρεις πάντως αυτές εταιρίες δεν ήταν η πρώτη ελληνική που έφτιαξε αθλητικά παπούτσια. Μέχρι τα τέλη του ’70 το παπούτσι που κυριαρχούσε στην ελληνική αγορά στον τομέα των αθλητικών ειδών ήταν οι περίφημες «ελβιέλες».
Είχαν πάρει το όνομα τους από την εταιρία κατασκευής, την Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικού (ΕΛ.ΒΙ. ΕΛΑ.), που ιδρύθηκε το 1928 με έδρα την Καλλιθέα. Παρήγαγε πάνινα αθλητικά παπούτσια με λαστιχένια σόλα – επρόκειτο ουσιαστικά για το ίδιο είδος που σήμερα όλοι ονομάζουμε «σταράκια».
Το όνομα των παπουτσιών αγνοείται! Ήταν τα μόνα αθλητικά που κυκλοφορούσαν τότε στην Ελλάδα και έτσι επικράτησε ο όρος «ελβιέλες» από το όνομα της εταιρείας. Η ΕΛ.ΒΙ. ΕΛΑ. έκλεισε το 1961 λόγω οικονομικών προβλημάτων και ο τίτλος πέρασε στα χέρια της κραταιάς βιομηχανίας παπουτσιών της εποχής, «Αλυσίδα» (με έδρα τη Θεσσαλονίκη) και μετονομάστηκε «Αλυσίδα – ΕΛΒΙΕΛΑ».
Η Αλυσίδα ήταν για μια δεκαετία περίπου βασικός προμηθευτής αθλητικών παπουτσιών του ελληνικού στρατού, ανέστειλε οριστικά όμως τη λειτουργία της το 1974.
Τη σκυτάλη πήραν τα Zita, Sportex και Strike, αναδεικνύοντας ως ατού και νέα τάση την πολυχρωμία, αλλά και τα σκρατς, που προτιμήθηκαν κατά κόρον από τους πιτσιρικάδες, αντικαθιστώντας τα κορδόνια.
Η επέλαση των πολυεθνικών brand names όμως, που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, επισκίασαν ταχύτατα τα παπούτσια απ’ τον… τόπο μας.
Μολονότι τα σχέδια των Zita και Strike παρέμεναν σε υψηλό επίπεδο για τα δεδομένα της εποχής, δεν κατάφεραν να ανταγωνιστούν τα αντίστοιχα ξένων εταιριών. Εκτός των άλλων η ξενομανία είχε κυριεύσει τους Έλληνες και στα υποδήματα. Οι πιτσιρικάδες άρχισαν να αποταμιεύουν το χαρτζιλίκι τους για να αποκτήσουν το τελευταίο μοντέλο Air Jordan, ή απλώς παπούτσια με αερόσολα, γλώσσες που φούσκωναν και φανταχτερά σχέδια με πιο συμπαγές υλικό.
Τα εισαγόμενα παπούτσια οδήγησαν απότομα σε μαρασμό τις εγχώριες εταιρίες, που προστέθηκαν στο μακρύ κατάλογο όσων υπέστειλαν τη σημαία τους τη δεκαετία του ’90.
Πηγή: menshouse.gr