Τον Δεκέμβριο του 2013, σε ηλικία 88 ετών, ο Μίκης Θεοδωράκης θυμόταν τον εαυτό του να μεγαλώνει στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, παιδί ακόμη, μαζί με έναν κόκκινο τόμο.
«Ήταν ένας κόκκινος τόμος: ο Διονύσιος Σολωμός με πρόλογο του Πολυλά. Ένα βιβλίο που μεγάλωσα μαζί μου. Το θυμάμαι, παιδί στο Αργοστόλι, σε περίοπτη θέση της βιβλιοθήκης του πατέρα μου, που την είχαμε πάντοτε μαζί μας όταν μετακομίζαμε από πόλη σε πόλη, σε κάθε μετάθεσή του ως διευθυντή νομαρχιών από την Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Έτσι ήταν που ο Σολωμός βρέθηκε από τότε, και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα αδιάλειπτα να βρίσκεται μέσα στην καρδιά και τη σκέψη μου. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι το έργο του με σημάδεψε. Ήταν, μαζί με τον Παλαμά, η πλατιά πόρτα που άνοιξε για μένα στην ελληνική αλλά και την παγκόσμια γραμματεία. Αλλά ταυτόχρονα, ήταν και η πρώτη οδός της μύησής μου στα μεγάλα ιδανικά για τα οποία πάλεψα σε όλη μου τη ζωή: αυτά της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της πατρίδας».
Ο παππούς του Μίκη Θεοδωράκη, Μιχαήλ Θεοδωράκης, είχε ζήσει κάποια χρόνια στη Ζάκυνθο, ενώ ο ίδιος από τα οκτώ μέχρι τα δώδεκα χρόνια του στα 1933-1937 μαθήτεψε στο 1ο δημοτικό σχολειό της Κεφαλονιάς.
Εκεί, στη Μητρόπολη του Αργοστολιού, σε ηλικία έντεκα ετών ο Μίκης έψαλλε το τροπάριο της Κασσιανής.
Καθώς ο Σολωμός, μικρός, «πήγαινε στην εκκλησία και έψελνε το “Κύριε Ελέησον”, με μοναδικό, λέγανε από γενιά σε γενιά, τρόπο», αυτό εστάθηκε, είχε εξηγήσει, «το κύριο επιχείρημα του πατέρα μου για να τον ακολουθώ τις Κυριακές στην εκκλησία: το γεγονός ότι ο μικρός Σολωμός όχι μόνον πήγαινε, αλλά και έψελνε. Και το έκανα· εκεί βυθίστηκα μέσα στο απέραντο μεγαλείο της βυζαντινής μας μουσικής παράδοσης».
Ο δάσκαλός του στο σχολειό της Κεφαλονιάς ήταν ένας άντρας που έμελλε να συναντήσει ξανά λίγο πριν φύγει η δεκαετία του 1940, σ’ ένα ξερονήσι. Ως συγκρατούμενό του μεσήλικα αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης όπως κι αυτός από έφηβος, καθώς είχε στρατευτεί στην ΕΠΟΝ, στο ΕΑΜ. Εσυναντήθηκαν στο κολαστήριο της Μακρονήσου το 1949.
Νωρίτερα, το 1948, η επαφή του Μίκη με τον Ιόνιο γιαλό είχε συμπεριλάβει την Κέρκυρα στο πρόσωπο ενός άλλου κομμουνιστή αγωνιστή της Αντίστασης, δεκαοκτώ χρόνια πριν συνδεθεί και οικογενειακά με έναν Κερκυραίο, δηλαδή τον μαθητή του Κερκυραίο αγωνιστή μουσικοσυνθέτη Σπύρο Σαμοΐλη, ως κουμπάρος στον γάμο του το 1966. Το πρόσωπο αυτό ήταν ο -εικονιζόμενος στο αριστερό άκρο της τοτινής φωτογραφίας του 1948 με τον ίδιο στο δεξιό άκρο- εμβληματικός Κερκυραίος εκπαιδευτικός/παιδαγωγός Δημήτρης Πανδής, ο πατέρας του τραγουδιστή Πέτρου Πανδή στον οποίο ο Μίκης έμελλε να εμπιστευτεί, μαζί με την Επτανήσια από τον πατέρα της και τη μητέρα της Μαρία Φαραντούρη, το παγκόσμιο έργο του «Canto General». Ο Μίκης ήταν συνεξόριστος μαζί με τον κομμουνιστή πατέρα Πανδή στην Ικαρία.
Τότε στην Ικαρία, το 1948 σε ηλικία 23 ετών, εμελοποίησε το ποίημα του Κερκυραίου Λορέντζου Μαβίλη «Έρως και Θάνατος» για φωνή και πιάνο, το ενταγμένο στο έργο του «Τέσσερα κομμάτια για τον Δεκέμβρη 1944» με τέσσερα τραγούδια, που ηχογραφήθηκε τελικά το 1960.
Τη χρονιά, δηλαδή, που ηχογραφήθηκε και ο επικολυρικός «Επιτάφιος» του Ρίτσου με πρώτη φωνή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και δεύτερη φωνή την Κερκυραία Καίτη Θύμη, αφού προηγήθηκε λίγες ημέρες νωρίτερα η λυρική ηχογράφηση με την Κερκυραία από τη μητέρα της Νάνα Μούσχουρη.
Αν και όχι Επτανήσιος, μεταξύ 1940-1943, δηλαδή σε ηλικία 15-18 ετών, εμελοποίησε για πρώτη φορά και την «Άνοιξη» και την «Πρωτομαγιά» του Σολωμού. Το ίδιο έκανε το 1943 με το «Όλα κοιμούνται κι όλα σβήνουν» του Μαβίλη, που όλη του η μελωδία ενσωματώθηκε και στο πολύ κατοπινό τραγούδι του «Σαν να μην έζησα ποτέ». Τυχαία ή όχι, εμελοποίησε Επτανήσιους ποιητές, μαζί φυσικά και τον Ανδρέα Κάλβο και τον Άγγελο Σικελιανό, όσο κανείς άλλος μουσικοσυνθέτης. Είχε συνδεθεί μουσικά, μεταξύ άλλων, με τον κορυφαίο σύγχρονο Επτανήσιο αγωνιστή μουσουργό, τον Ζακύνθιο επαναστάτη μουσικοσυνθέτη Αλέκο Ξένο, που είχε ανέβει στα βουνά τα χρόνια της Αντίστασης για να πολεμήσει. Τότε που ο Μίκης Θεοδωράκης θα έγραφε την «Πρώτη Συμφωνία» του, προστρέχοντας στο τέλος της στον Σολωμό και την «πολύανθη Πρωτομαγιά» του.
Από παιδί ο Μίκης άκουγε όλο και πιο πολύ μέσα του τον μουσικό Σολωμό -που τόσο ενέπνευσε τον Μάντζαρο- ως μια «παγκόσμια αρμονία»:
«Μελετώντας τον αδιάκοπα, ανακάλυπτα διαρκώς νέα μουσική: μια παράξενη αρμονία γέμιζε το πνεύμα μου. Και θα περνούσαν δεκαετίες ασταμάτητης επαφής και αναζήτησης του “ήχου” μέσα στον σολωμικό στίχο, μέχρι την “Τρίτη Συμφωνία” μου, στην οποία θα μελοποιούσα εκείνη τη στροφή που χτύπησε βαθιά μέσα μου στα 1940: “Τώρα που η ξάστερη / νύχτα μονάχους / μας ηύρε απάντεχα / και εκεί στους βράχους / σχίζεται η θάλασσα / σιγαλινά”… Και δεν ήταν οι μόνοι στίχοι του για τους οποίους έγραψα μουσική, καθώς την ίδια παγκόσμια αρμονία, το ίδιο ηθικό αίτημα με τον Σολωμό αναζητούσα και αναζητώ σε όλη μου τη ζωή και με όλη μου την τέχνη».
Με τη βοήθεια ενός σολωμικού στίχου ανακάλυψε τον εαυτό του:
«Όταν εν μέσω της Κατοχής άκουσα για πρώτη φορά την “Ενάτη” του Μπετόβεν στην Τρίπολη, στον κινηματογράφο, σε ένα φιλμ της γερμανικής προπαγάνδας, τότε κατάλαβα βαθιά μέσα μου το νόημα των στίχων του: “Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του”. Είχαν πια όλα συντελεσθεί».
Επτανήσιοι ποιητές, με πρώτον το Σολωμό, ξεχωρίζουν στα πρώτα «Παιδικά Τραγούδια» του, από εκείνη την εποχή. Η ξακουστή «Τρίτη Συμφωνία» του, για να μιλήσουμε λίγο και για συμφωνικά έργα του, είναι εμπνευσμένη σε σημεία της από την «Τρελή Μάνα» του Σολωμού. Πόσο πολύ εμελοποίησε την επτανησιακή ποίηση; Μόνο η πλήρης αξιοποίηση του μουσικού αρχείου του θα δώσει απάντηση. Υπάρχουν και ανέκδοτα έργα του με ποίηση της Επτανήσου.
Σώζεται ανέκδοτο ηχητικό απόσπασμα με τον συνθέτη στο πιάνο, στο περιθώριο μια μουσικής πρόβας στο Παρίσι, το 1973, να τραγουδά στίχους του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Την περίφημη και γνωστή με δικές του νότες δισκογραφικά μόνο από παιδική χορωδία «Αγράμπελη», όπως αυτός την εμελοποίησε το 1939 σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών.
Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο από αυτό εδώ το βήμα είχαμε μοιραστεί -με τη γενναιόδωρη άδεια του Μίκη εν είδει χαιρετισμού του στα Επτάνησα όπως είχαμε σημειώσει τότε- τη χαρά και τη συγκίνηση που προσφέρει η φωνή του Μίκη Θεοδωράκη, με σεκόντο τη φωνή του Πέτρου Πανδή, σ’ ένα μικρό μα πολύ όμορφο ηχητικό απόσπασμα από το περιθώριο κάποιας πρόβας σε στιγμές χαλάρωσης τον Αύγουστο του 1973, στο Παρίσι, με τον ίδιο στο πιάνο να τραγουδά «Ποια είν’ εκείνη που κατεβαίνει… ». Το περίφημο ποίημα «Η Αγνώριστη» του Σολωμού, δηλαδή. Το είχε μελοποιήσει για πρώτη φορά έφηβος. Κάπου ανάμεσα στα 1940-1943. Ως σύνολο παραμένει ανέκδοτο.
Σύμφωνα με τον Μίκη Θεοδωράκη, «στον “Ύμνο εις την Ελευθερίαν”, όπως πάντα στα έργα του, ο Σολωμός “παγίδευσε” τη μουσική μέσα στο στίχο του. Τη μουσική που ο Μάντζαρος τη βρήκε, την ανέσυρε, την έκανε κτήμα όλων μας, με τον τρόπο που μόνον η μεγάλη μουσική, το ιερό αυτό μυστήριο, μπορεί να το πετύχει. Ολόκληρη η ποίηση του Σολωμού, άλλωστε, ήταν αυτός ο αγώνας, να γράψει μουσική με σκέψη και με λόγο».
Η έντεχνη λαϊκή μουσική του Μίκη Θεοδωράκη με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, θέμα πολλών κι έντονων συζητήσεων τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ήταν λόγω των καινοτομιών της άσχετη δήθεν με αυτή που αποκαλούμε επτανησιακή ή και παραδοσιακή ελληνική μουσική; Προσέξτε την απάντηση που ο ίδιος ο Μίκης έχει δώσει και τη θέση που έχει προσδώσει για τη μουσική του «Επιταφίου»: «Έχει μέσα και το επτανησιακό και το κρητικό και το λαϊκό και το ρεμπέτικο στοιχείο, αυτά τα ακούσματα που είχα μέσα μου». Όπως εξηγούσε, «το γνήσιο ελληνικό έργο θα πρέπει να είναι και γνήσιο σύγχρονο έργο».
Οι σχέσεις του με Επτανήσιους πνευματικούς δημιουργούς και με ό,τι θετικό εύρισκε στο παλαιό πνεύμα της λεγόμενης Επτανησιακής Σχολής ήταν στενές σε όλη τη δημιουργική ζωή του.
Αυτό συνέβη και το 1960 όταν ο Μίκης Θεοδωράκης δοκίμασε τις αστείρευτες μουσικές δυνάμεις του και στο θέατρο, με λόγια μουσική για αρχαία ελληνική τραγωδία σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου με σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή, μουσουργώντας τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη. Ο Θεοδωράκης, αφού διάβασε τη μετάφραση που είχε γράψει ο Κερκυραίος Γεράσιμος Σπαταλάς -ο πρώτος Έλληνας λογοτέχνης που είχε στιχουργήσει στη χώρα μας ποίημα με τον τίτλο «Καπιταλισμός», για να ψέξει το κυρίαρχο κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, το 1915 μάλιστα- εκατέληξε σε μια «θεμελιακή αναθεώρηση» της αντίληψης που και ο ίδιος είχε «για τη θέση της μουσικής μέσα στην αρχαία τραγωδία» και ίσως γενικότερα. Εστίασε στα μεταφρασμένα από τον Σπαταλά χορικά της τραγωδίας και -σε άρθρο του στην εφημερίδα «Αυγή» της εποχής- τις 4 Δεκεμβρίου 1960 εξηγούσε τι διαπίστωσε με το που τα διάβασε:
«Διέκρινα ότι τα 60%, τα 70%, τα 80% των στίχων έφερναν πράγματι μέσα τους τη μουσική. Ώστε σχημάτισα αμέσως την πεποίθηση ότι το έργο του μουσικού δεν ήταν ούτε να στηρίξει την απαγγελία, ούτε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, αλλά να “ακούσει” αυτή τη μυστική μουσική που ανεδύετο μέσα από τους ίδιους τους στίχους». Ενώ κάποιοι τον κατηγορούσαν κιόλας για τους νέους ελληνικούς, όπως επέμενε, ήχους που πρότεινε, αυτός έσκυβε δύο χιλιάδες χρόνια πίσω. Ν’ «ακούσει» αυτό που ο Σπαταλάς είχε βρει και είχε παρουσιάσει σε μελέτες του για την αρχαία ελληνική μετρική και στιχουργία. Για να δώσει εκείνα τα «ακούσματα» σε νέα, πανελλήνια, όσο ίσως και παγκόσμια, μορφή. Εξήντα τόσα πια χρόνια μετά οι «Φοίνισσες» παίζονται ακόμη με την ίδια μουσική και την ίδια μετάφραση.
Σημαντικοί Επτανήσιοι συνθέτες του καιρού μας με πολύ ενδιαφέρον έργο, όπως οι Κεφαλονίτες Δημήτριος Τυπάλδος και Παναγής Μπαρμπάτης, έχουν εισφέρει πολλά με χορωδιακές διασκευές και νέες ενορχηστρώσεις τους, μεταξύ άλλων, με διάφορα φωνητικά-χορωδιακά μουσικά σύνολα, στη διάδοση του έργου του Μίκη Θεοδωράκη στα Επτάνησα και σε ολόκληρη τη χώρα. Στον Μπαρμπάτη εμπιστεύτηκε ο Μίκης την προτελευταία μεγάλη συναυλία με έργα του παρόντος του ιδίου, στο Καλλιμάρμαρο, το 2017.
Μαζί με τη Χορωδία του Τυπάλδου ετραγούδησε τη δεκαετία του 1990 ο ίδιος και το πρώτο του τραγούδι, το γραμμένο στα 1937, όταν ήταν δώδεκα ετών, «Καραβάκι» του.
Παγκόσμιος και Πανέλληνας ο Μίκης θαρρείς πως εκράτησε κάπου πολύ βαθιά μέσα του, λες και δεν τον έβγαλε ποτέ από μέσα του, τον παιδικό μουσικό, λυρικό Ιόνιο γιαλό του!
«Κράζω σε σέ Σολωμέ»!
Αυτή, θυμίζουμε, ήταν μια «κραυγή» του Μίκη στη Ζάτουνα της Αρκαδίας όπου είχε εκτοπιστεί από τη Χούντα, το 1970.
Εκεί τότες εστράφηκε και στον Λευκάδιο μεγάλο ποιητή Άγγελο Σικελιανό, μελοποιώντας το «Πνευματικό Εμβατήριό» του, για «να σηκώσουμε τον ήλιο λίγο ψηλότερα, να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα, να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ τον κόσμο».
Λίγα χρόνια, δηλαδή, πριν βρεθεί εξόριστος στο Παρίσι και στρατευτεί σ’ έναν διεθνή αντιδικτατορικό αγώνα εναντίον της Χούντας των συνταγματαρχών, σε πρώτη φάση και με τον Κερκυραίων γιο ερμηνευτή Ζορζ Μουστακί.
Εκεί, στο Παρίσι, έγραψε τότε το «Canto General» του Πάμπλο Νερούδα, αυτό το τραγουδισμένο σε δεκάδες χώρες κορυφαίο παγκόσμιο έργο του το χαρακτηρισμένο από τον ίδιο «σκέτο δυναμίτη στα θεμέλια της αμερικανοκρατίας όπου γης», επιλέγοντας ως ερμηνευτές του δύο επικολυρικούς ερμηνευτές με επτανησιακές ρίζες, όπως ο Πανδής και η Φαραντούρη.
Είτε είχε δίκιο είτε όχι ο συνθέτης Λουκιανός Κελαηδόνης όταν έλεγε πως οι μουσικές πηγές του Μίκη Θεοδωράκη ήταν «το Βυζάντιο, τα αντάρτικα, τα Επτάνησα», ο Μίκης έμελλε να ακολουθήσει έναν δρόμο που ο Κερκυραίος μουσουργός Νικόλαος Μάντζαρος και ο Κεφαλονίτης μουσουργός Νικόλαος Τζανής Μεταξάς, σε διαφορετικές εποχές, πρώτοι ίσως εχάραξαν στον σύγχρονο ελληνικό χώρο, ο καθένας με τον τρόπο του. Ο Τζανής Μεταξάς έμεινε στην ιστορία ως ο Ριζοσπάστης μουσουργός της «Επτανησιακής Σχολής» και ως ο πρώτος της «στρατευμένης Τέχνης» στην υπηρεσία του λαού. Όσο για τη συμβολή του Μάντζαρου, ιδίως σε σχέση με το έργο του Σολωμού, είναι αρκετά ίσως τα λόγια του ίδιου του Μίκη:
«Εκείνο που έκαναν ο Μάντζαρος με τον Σολωμό ήταν εκείνο που, τόσες γενιές αργότερα, κάναμε με τον Ρίτσο στον “Επιτάφιο” και τη “Ρωμιοσύνη”, με τον Ελύτη στο “Άξιον Εστί”, με τον Σεφέρη στο “Μυθιστόρημα”…».
Είχε πει ειδικότερα για τον Μάντζαρο και τον σολωμικό «Ύμνο εις την Ελευθερίαν»: «Ως συνθέτης δε, θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο ο Μάντζαρος (…) ανακάλυψε και έφερε στο φως την εσωτερική μουσική του ποιήματος, όταν το μελοποίησε για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο».
Συνομήλικος του Μίκη, ο Κεφαλονίτης συνθέτης Διονύσης Αποστολάτος που έγραψε ιστορία στη χορωδιακή κυρίως μουσική και άφησε αμέτρητα τραγούδια, δάσκαλος του Μπαρμπάτη και «δάσκαλος με όλη τη σημασία της λέξης» σύμφωνα με τον κομμουνιστή βουλευτή Νίκανδρο Κεπέση, είχε πει για εκείνον το 2006: «Τον αγαπημένο μου Μίκη Θεοδωράκη τον θυμάμαι παιδί ακόμα στην Κεφαλονιά, όταν ήταν εκεί με τους γονείς του, να μας ακούει να παίζουμε καντάδες. Επηρεάστηκε πολύ από τα ακούσματά μας και ένα μεγάλο μέρος του έργου του πηγάζει από την επτανησιακή μουσική». Άλλοι, μουσικοκριτικοί, έχουν διαγνώσει ότι ιδιαιτέρως το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη παραπέμπει έντονα σε ήχους επτανησιακής έμπνευσης.
Εκεί στην ανυπότακτη Κεφαλονιά, όπως ο ίδιος έχει άλλωστε πει, αποφάσισε να αφιερωθεί στη μουσική. Ακούγοντας μικρός στους δρόμους του Αργοστολιού τη μπάντα της τοπικής Φιλαρμονικής.
Στη Μακρόνησο, το 1949, είχε συμπέσει επίσης με τον συνομήλικό του πρωτοπόρο της χορωδιακής μουσικής Κεφαλονίτη μαέστρο και συνθέτη Φώτη Αλέπορο, ιδρυτή της Ένωσης Χορωδιών Ελλάδας.
Λίγα χρόνια αργότερα, τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950, όπως θυμούνται παλαιότεροι, ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης είχε βρεθεί στην Κέρκυρα για την πρώτη του συναυλία στο νησί, με κλασικά έργα. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, όπως είχε πει κρίνοντας από το θερμό μα όχι αποθεωτικό χειροκρότημα των Κερκυραίων που τον άκουσαν, ότι έπρεπε, πολύ περισσότερο επειδή αυτό είχε συμβεί στην Κέρκυρα, να επιταχύνει τη βελτίωσή του!
Είχε επισκεφτεί πάλι το νησί δέκα σχεδόν χρόνια αργότερα ως ηγέτης των «Λαμπράκηδων». Στη νότια Κέρκυρα, στην περιοχή της Λευκίμμης -απ’ όπου και η πάνω φωτογραφία με δίπλα του τον κομμουνιστή αγωνιστή Γιώργο Βαρότση- τον είχαν γνωρίσει μέλη τοπικών Φιλαρμονικών.
Είχε αποθεωθεί στην Κέρκυρα το 1964 σε διπλή συναυλία οργανωμένη απ’ τους Αριστερούς του νησιού στο κινηματοθέατρο της εποχής εκείνης «Παλλάς», κάτω από έντονη αστυνομοκρατία, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση -ανάμεσά τους στη φωτογραφία ο Νίκος Βαρότσης- με τραγούδια του Αγώνα και άλλα.
Από εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του 1960 είναι και η πιο πάνω φωτογραφία, στην οποία ο Μίκης Θεοδωράκης εικονίζεται δεύτερος από αριστερά με άλλα γνωστά στελέχη της ΕΔΑ όπως αριστερά του ο έγκλειστος ως μελλοθάνατος στις φυλακές της Κέρκυρας το 1949 Λεωνίδας Κύρκος και δίπλα σε αυτόν ο επίσης Μακρονησιώτης βουλευτής Κέρκυρας της ΕΔΑ Γεράσιμος Πρίφτης.
Από εκείνη την περίοδο προέρχεται και η φωτογραφία του μετά από άφιξή του στο αεροδρόμιο της Κέρκυρας, ανάμεσα στους Νίκο και Γιώργο Βαρότση.
Ξαναβρέθηκε στην Κέρκυρα τα τέλη του 1974, λίγους μήνες μόνο μετά την πτώση της Χούντας, για πολιτικούς λόγους.
Ήλθε για τη μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση του κερκυραϊκού συνδυασμού της Ενωμένης Αριστεράς, μαζί με τον εικονιζόμενο στο βήμα μετέπειτα κομμουνιστή βουλευτή Κώστα Νάση.
Είχε απευθύνει στη συγκέντρωση χαιρετισμό, ξεσηκώνοντας το πλήθος.
Επίσης, μετείχε σε συνεστίαση του συνδυασμού -απ’ όπου και η φωτογραφία- και περιόδευσε στην πόλη του νησιού με τους υποψήφιους βουλευτές της Σταύρο Κωνσταντά, Φώτη Προβατά και Βασίλη Ράδο.
Ήταν πάντα ευπρόσδεκτος στην Κέρκυρα όσο κανείς άλλος μουσικός δημιουργός, θαρρείς ως σύγχρονος Δημόδοκος, δηλαδή ευπρόσδεκτός/αποδεκτός από τον λαό, όπως εσήμαινε το όνομα του Κερκυραίου μελωδού της ομηρικής Οδύσσειας.
Τις 16 Ιουνίου 1975 η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» έγραφε για τη συναυλία που ο Μίκης είχε δώσει στο εθνικό στάδιο της Κέρκυρας δύο ημέρες νωρίτερα ότι αυτή είχε σημειώσει «πρωτοφανή επιτυχία», οι συμμετέχοντες είχαν υπερβεί τους 7.000, ενώ είχε απευθύνει χαιρετισμό η τοπική Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας. Η εκδήλωση ήταν αφιερωμένη «στα 30χρονα της νίκης των λαών κατά του φασισμού».
Ερμηνευτές ήταν ο Πέτρος Πανδής, η Μαρία Φαραντούρη και ο Αντώνης Καλογιάννης, ενώ είχε σταθεί στο πλάι του Μίκη «ο νεαρός συνθέτης Σαμοΐλης».
Επίσης το 1975 ο Μίκης έδωσε μια συναυλία σε ελβετική πόλη, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση του εγκατεστημένου στην Ελβετία τα χρόνια της Χούντας αντιστασιακού Κερκυραίου ποιητή Ιάσονα Δεπούντη -που εικονίζεται στη φωτογραφία με τον Πέτρο Πανδή μετά τη συναυλία- και άλλων Ελλήνων.
Δεν άργησε να επιστρέψει και στην Κέρκυρα.
Νέα συναυλία, με συμμετοχή και πολλών Γάλλων τουριστών όπως σημείωσε η εφημερίδα «Αυγή», έδωσε ο Μίκης στην Κέρκυρα τις 20 Ιουλίου 1977, πάλι στο εθνικό στάδιο, με πρόνοια τη διάθεση εσόδων για την ενίσχυση συμποσίου «ευρωκομμουνιστών» που θα διεξαγόταν στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Άλλη μία συναυλία του στην Κέρκυρα έγινε τις 11 Αυγούστου 1980, πάλι με μεγάλη επιτυχία.
Ακολούθησε νέα συναυλία του Μίκη στην Κέρκυρα, απ’ όπου και η φωτογραφία με τον ίδιο και τον Κερκυραίο ερμηνευτή Πέτρο Πανδή μεταξύ άλλων, τις 9 Αυγούστου 1983.
Πάλι με συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων κάθε ηλικίας.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980 ο Μίκης Θεοδωράκης είχε βρεθεί πάλι στην Κέρκυρα, ενισχύοντας τον εκλογικό αγώνα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, μαζί και με τον εικονιζόμενο στη φωτογραφία στο δεξιό άκρο, έξω από το αεροδρόμιο της Κέρκυρας, παλαίμαχο αγωνιστή, κρατούμενο στις φυλακές του νησιού επί πολλά χρόνια, Αντώνη Αμπατιέλο.
Είχε περιοδεύσει στην πόλη και σε χωριά με όλον εκείνο τον παλμό και τον δυναμισμό από τα πιο ωραία χρόνια της ζωής του που ήταν εκείνα της πολυετούς μάχιμης συστράτευσής του με το ΚΚΕ, όπως έγραψε τον Οκτώβριο του 2020 σε επιστολή του στον Γενικό Γραμματέα του κόμματος αυτού Δημήτρη Κουτσούμπα.
«Όπως λοιπόν και τότε στη Ζάτουνα», έγραψε το 2013 θυμίζοντας την κράτησή του το 1970 στην Αρκαδία, «έτσι και σήμερα γυρίζω πάλι προς τον Σολωμό, στους “Ελεύθερους Πολιορκημένους” που είμαστε ξανά, στον “Ύμνο εις την Ελευθερίαν” που πρέπει και πάλι να διαβαστεί και να ακουστεί, περισσότερο από ποτέ. Ως Έλληνας, συγκινούμαι όσο κάθε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα στο άκουσμα του Εθνικού Ύμνου, που είναι ολόκληρος αφιερωμένος στην Ελευθερία και γι’ αυτή μιλά. Είναι ολόκληρος αφιερωμένος στην Ελλάδα και στα ιδανικά της, στην αποτίναξη κάθε ξένης εξάρτησης, παρέμβασης και δουλείας, που, όπως από πολύ νωρίς είχε δει ο Σολωμός, ήταν πηγή καταστροφών γι’ αυτό τον τόπο και για το λαό του, όπως ακριβώς πάντοτε πίστευα και πιστεύω, όπως σήμερα το βλέπουμε να συμβαίνει με τον πιο καταστρεπτικό για την πατρίδα μας τρόπο».
Πάλι εμιλούσε για τον Σολωμό:
«Ακόμα θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, παιδί στην Τρίπολη, όταν πια είχαν μπει οι Γερμανοί, πόση δύναμη έπαιρνα από την ποίησή του και πόσο αυτή οδήγησε από τότε τις πράξεις μου. Ήταν ο δάσκαλός μου. Διάβαζα ασταμάτητα τον Πλάτωνα, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε, τον Αντρέγεφ, τον Νίτσε, τον Σοπενχάουερ, άρχιζα μετά να μελετώ τον Μπαχ, τον Μπετόβεν και τον Μπραμς, αλλά ο Καρυωτάκης, ο Παλαμάς και, κυρίως, ο Σολωμός, ήταν οι πραγματικοί δάσκαλοί μου. Διάβαζα μαζί τις Γραφές και, με όλους αυτούς τους οδηγούς, αναζητούσα το ιδεατό».
Μέσα στην Κατοχή τον ενέπνευσε πάλι ο Σολωμός:
«Έτσι, λίγο καιρό αργότερα, έχοντας πια βγει στην Αντίσταση, κυνηγημένος και κρυμμένος στην αρχή στην Αθήνα, στην Πλάκα και, στη συνέχεια, στο συνοικισμό της Καλλιθέας, θα έγραφα την “Πρώτη Συμφωνία” μου και στο τέλος της θα προσέτρεχα στον Σολωμό: “Αύριο θα κόψουμε / κάτι λουλούδια / αύριο θα ψάλουμε / κάτι τραγούδια / εις την πολύανθη / Πρωτομαγιά”».
Η μουσική του, το έργο του, ο αγώνας του «με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες βρύσες κρένει» και στα νησιά του Ιονίου τη ζωή και το δίκιο του λαού.
Σ’ αυτόν εδώ το γιαλό, τον Ιόνιο, ένας Κερκυραίος προοδευτικός λόγιος, ο Στέλιος Βλασσόπουλος, το 1798 είχε φανταστεί ότι η μουσική μπορεί να γίνει όπλο στα χέρια των λαών για την «ήττα των καταπιεστών της ανθρωπότητας».
«Κάμε» είχε συστήσει μερικές δεκαετίες μετά ο Σολωμός, καθώς έγραφε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του, ώστε το έργο σου να υπηρετεί «τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας» και συγχρόνως «τα μεγαλύτερα συμφέροντα της ανθρωπότητας».
Στον ίδιο αυτό γιαλό ο Ιθακήσιος λογοτέχνης και αγωνιστής Νίκος Καρβούνης είχε πει πως «τα μεγάλα έργα απ’ τον Αισχύλο ως το Σολωμό ήταν απήχηση μεγάλων αγώνων».
Ως τα μουσικότερα ίσως νησιά της Ελλάδας τα νησιά του Ιονίου υποκλίνονται στον αθάνατο Μίκη Θεοδωράκη γιατί δεν ύμνησε μόνο και αξεπέραστα με τη μουσική του τη χαρά της Ζωής και τους αγώνες του λαού μας και όλων των λαών «για να γυρίσει ο Ήλιος». Ο ίδιος δεν ήταν μόνο η μουσική απήχηση όλων αυτών των αγώνων. Ήταν ο ίδιος μέρος τους.
Θαρρείς πως γι’ αυτόν, για ετούτες τις ώρες, το ‘χε γράψει ετούτο ο Σολωμός: «Η γη χειροκροτούσε»!
* Μέρος του φωτογραφικού υλικού προέρχεται από το αρχείο του Πέτρου Πανδή.
Πηγή: https://www.corfupress.com/