Ο πιο ροκ τύπος που πέρασε ποτέ από την Ελλάδα, κύριος ήρθε και κύριος έφυγε, όπως άλλωστε τραγούδησε και ο ίδιος ο Στράτος…
Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που δεν τα πηγαίνει καλά με την ελληνική μουσική. Υποθέτω πως έχει να κάνει με το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι προτιμούν μουσικές που εξαρχής ταυτίστηκαν με τον αγγλικό στίχο, όπως η ροκ για παράδειγμα και η ελληνική τους βερσιόν ηχεί… ξένη στα αυτιά τους.
Ωστόσο για μπόλικους καλλιτέχνες δεν σημαίνει και τίποτα επειδή που ο κάθε τυχαίος σαν εμένα δεν τους ακούει. Έχουν το κοινό τους, βγάζουν τα φραγκάκια τους, διαθέτουν τις γκρούπις τους και την περνάνε ζάχαρη.
Ακόμα κι ανάμεσα σ αυτές τις περιπτώσεις ακροατών, δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που να μην γουστάρει τον Στράτο (τι προνόμιο αλήθεια, να έχεις καταστήσει trademark το μικρό σου όνομα). Ακόμα και ο μεγαλύτερος πολέμιος της ελληνικής μουσικής είναι σχεδόν αδύνατο να μη συναισθάνεται και να μην παραδέχεται την φωνή, την ερμηνεία, τη λαϊκότητα, την εκφραστικότητα και εν τέλει τη «ροκιά» του Διονυσίου ακόμα κι αν τα τραγούδια που έλεγε δεν έφεραν κανένα από τα στερεοτυπικά μουσικά χαρακτηριστικά της ροκ. Κι αυτό γιατί εκείνος, ήταν εκφραστής μιας συμπεριφοράς και ενός μοτίβου ζωής που τον κατέστησαν αντισυμβατικό και one of a kind, όπως κάθε πραγματική ροκ περσόνα.
Κάποτε -δεν θυμάμαι ποιος- κάποιος τον περιέγραψε με τα παρακάτω λόγια, ενδεικτικά της μοναδικότητάς του. Είχε πει «άσπρο κοστούμι χωρίς να είναι γελοίοι μπορούν να φορέσουν μόνο οι γαμπροί, ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Στράτος Διονυσίου»…
Ο Στράτος, λοιπόν, που ξεκίνησε από τη Νιγρίτα Σερρών, έκανε πάταγο στη Θεσσαλονίκη τραγουδώντας στο «Φαρίντα» και από το ’60 είδε σταδιακά ολόκληρη την Αθήνα να υποκλίνεται στο μεγαλείο του. Ειλικρινής, ευθύς και ντόμπρος –όπως κάθε άντρας που σέβεται τον εαυτό του- δεν πουλούσε φούμαρα. Τον ρώτησαν αν τα τραγούδια για απατημένους που ερμήνευε συχνά, τον εξέφραζαν. «Οι γυναίκες με πιάνανε κορόιδο», παραδέχτηκε, «αλλά σε μία απόρριψη εγώ ποτέ δεν προσκυνούσα, ποτέ δεν παρακαλούσα», πρόσθεσε κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
Πέρα από τη φωνή ή το παρουσιαστικό του, ήταν αυτό που σήμερα ονομάζουμε «lifestyle» εκείνο που τον έκανε συνώνυμο του… ροκ. Εκείνες οι ροκ καταστάσεις που βγήκαν στην επιφάνεια προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τον οδήγησαν μέχρι και τη φυλακή της Τίρυνθας για ένα διάστημα. Σε έλεγχο της αστυνομίας στο αμάξι του βρέθηκε ένα περίστροφο, ενώ μερικά πακέτα τσιγάρα που είχε στείλει ένας φίλος από Αμερική βαφτίστηκαν «λαθραία». Η «υπόθεση» είχε… δέσει, ενώ αργότερα προστέθηκε και μια μαρτυρία ότι είχε αγοράσει 600 γραμμάρια κάνναβης για 24.000 δραχμές, τότε. Είχε προηγηθεί «καρφωτή» και ψάξιμο και στο σπίτι του χωρίς αποτέλεσμα.
Αθωώθηκε για το όπλο, αφού είχε άδεια, όχι όμως και για τα ναρκωτικά. Ουσιαστικά, σύμφωνα με το περιβάλλον του, καταδικάστηκε λόγω του ότι πίστεψε στα λόγια των αστυνομικών κατά τη διάρκεια μιας φιλικής κουβέντας χωρίς την παρουσία δικηγόρου. «Βάλε εδώ μια υπογραφή ρε Στράτο να μην τρέχεις στην Αθήνα», του είπαν κι αυτός το έκανε. Αποδείχτηκε πως ήταν η «ομολογία» του για χρήση χασίς που οδήγησε στην τριετή καταδίκη του. Εξέτισε τους 9 μήνες, αλλά ακόμη κι έτσι είχε καταστραφεί κι ήταν αναγκασμένος να ξεκινήσει σχεδόν από την αρχή. Παρά τη… φωτιά που συνάντησε στη στράτα του, ο Διονυσίου αποδείχτηκε πως δεν ήταν από εκείνους που τα παρατάνε. Ο δίσκος «Υποκρίνεσαι» ήταν το στοίχημα της ζωής του. Αν οι πωλήσεις δεν πήγαιναν καλά, θα σήμαινε το επαγγελματικό του τέλος. Μέσα σε λίγους μήνες, ξεπέρασαν τα 100.000 κομμάτια. Οι μέρες της… φωτιάς είχαν περάσει ανεπιστρεπτί και ο θρύλος του Στράτου απλά γιγαντωνόταν μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο.
Αν η δεκαετία του ’80 είχε όνομα θα ήταν το δικό του. Ήταν ο Μίδας του τραγουδιού. Ό,τι κι αν ηχογραφούσε, πουλούσε σαν τρελό. Αυτός όμως έμενε ίδιος κι απαράλλαχτος. Λαϊκός με τη γνήσια έννοια του όρου, μιλούσε για τις αδυναμίες του χωρίς ντρίπλες και φανφάρες. Όπως για το πάθος του για τον τζόγο, κάτι το οποίο δεν προσπάθησε να κρύψει, αλλά αντρίκια, μίλησε γι’ αυτό. «Είναι αλήθεια πως μ’ αρέσει ο ιππόδρομος και είναι λάθος μου. Όμως έτσι είναι οι άνθρωποι. Άλλος έχει το τάδε λάθος άλλος το δείνα. Εγώ έχω κάποια αλογάκια και μαζί με τα άλογα μου παίζω κιόλας. Είναι κακό όμως αυτό. Τα λάθη μου μπορεί να έβλαψαν εμένα και να τα πλήρωσα ακριβά, αλλά δεν έβλαψα ποτέ κανένα, παρά μόνο τον εαυτό μου», είχε πει μιλώντας για τα πάθη του.
Πιθανότατα παρακολουθώντας τα άλογα του έδωσε και το ραντεβού του με το θάνατο. Τον προειδοποίησε ενώ βρισκόταν σε σουίτα ξενοδοχείου στη Συγγρού, που τη νοίκιαζε για να παρακολουθεί ιπποδρομίες στο Νέο Φάληρο. Αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή στο ταξί που τον μετέφερε στο νοσοκομείο και το πόρισμα έκανε λόγο για ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής. Το ημερολόγιο έγραφε 11 Μαΐου 1990 και ο Στράτος που το προηγούμενο βράδυ είχε προκαλέσει ακόμα ένα χαμό στο μαγαζί που έφερε το όνομά του στη Φιλελλήνων στο Σύνταγμα, δεν ήταν καν 55 ετών.
Έτσι απλά, εκείνο το πρωί, τα πήρε όλα κι έφυγε. Και τα άσπρα κοστούμια του και τις περιπέτειές του με τα όπλα και τα ναρκωτικά, τη φυλακή, τις γυναίκες, τα ξενύχτια, τα λουλούδια, όλα. Ή μάλλον σχεδόν όλα. Δεν πήρε μαζί του τη λατρεία του κόσμου που στην κηδεία του έδειξε τι ακριβώς σημαίνει «λαϊκό προσκύνημα» σε αυτόν που υπήρξε ο πρώτος και μάλλον ο μεγαλύτερος ροκ σταρ που έβγαλε ποτέ η Ελλάδα κι ας μην ήξερε -ίσως- καν τι είναι ροκ.